μαντάτο

μαντάτο
το (AM μανδᾱτον, Μ και μανδᾱτο και μαντᾱτο)
διαταγή
νεοελλ.
1. προμήνυμα («να μακρύνω απ' την καρδιά τσ' αγάπης τα μαντάτα, να δυσκολέψω τσ' αφορμές οπού με τυραννούσι», Ερωτόκρ.)
2. ανακοίνωση, πληροφορία
νεοελλ.-μσν.
αγγελία, είδηση, νέο («καλά μαντάτα»)
μσν.
παραγγελία, μήνυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mandatum < «μήνυμα, παραγγελία» < mando «παραγγέλλω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μαντάτο — το (λ. λατ.), αγγελία, είδηση, νέο: Ποιος θα του πει τα κακά μαντάτα; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μήνυμα — Φράση που περιέχει κάποια είδηση ή αγγελία. Ειδοποίηση, παραγγελία, μαντάτο. ηλεκτρονικό μ. Βλ. λ. ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. * * * το (ΑΜ μήνυμα, Μ και μήνυμαν) ειδοποίηση μέσω κάποιου προσώπου ή εγγράφως, παραγγελία, εντολή («κατὰ τὸ μήνυμα… …   Dictionary of Greek

  • κακαγγελία — κακαγγελία, ἡ (Α) [κακάγγελος] δυσάρεστη αγγελία, κακό μαντάτο …   Dictionary of Greek

  • μανδάτον — μανδᾱτον, τὸ (AM, Μ και μανδᾱτο) βλ. μαντάτο …   Dictionary of Greek

  • μαντατεύω — και μαντατεύγω (Μ μαντατεύ[γ]ω) [μαντάτο] 1. καταγγέλλω, προδίδω, μαρτυρώ 2. γνωστοποιώ, αποκαλύπτω, φανερώνω 3. μεταφέρω μήνυμα, ανακοινώνω …   Dictionary of Greek

  • μαντατοφόρος — ο, θηλ. μαντατοφόρα (Μ μαντατοφόρος, θηλ. μαντατοφόρισσα) αγγελιαφόρος, απεσταλμένος μσν. ως επίθ. φρ. «μαντατοφόρος γραφή» επιστολή που περιέχει μήνυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαντάτο + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • μουρμουρίζω — (Μ μουρμουρίζω) 1. λέγω κάτι σιγά και συγκεχυμένα, μέσα από τα δόντια μου, ψιθυρίζω 2. μεμψιμοιρώ, παραπονιέμαι, γκρινιάζω νεοελλ. 1. (για ροή νερού) παράγω ήχο υπόκωφο και συνεχή 2. προμηνύω («ταραχής η θάλασσα μαντάτο μουρμουρίζει», Σταθ.) μσν …   Dictionary of Greek

  • νόβα — Βλ. λ. καινοφανής αστέρας. * * * (I) η εκρηγνυόμενος αστέρας, τού οποίου η λαμπρότητα αυξάνεται πρόσκαιρα μέχρι μερικές χιλιάδες φορές σε σχέση με το κανονικό της επίπεδο, αλλ. καινοφανής αστέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ …   Dictionary of Greek

  • ξαφορμίζω — 1. (στον Ερωτόκρ.) α) αποδοκιμάζω θορυβωδώς κάποιον τρελαίνοντάς τον με τις φωνές β) τρελαίνομαι («ξαφορμίζ ο νους στο ξαφνικό μαντάτο», Ερωτόκρ.) 2. (για τραύμα) σταματώ να έχω ερεθισμό, να είμαι αφορμισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ αφορμίζω (βλ. και… …   Dictionary of Greek

  • χριστουγεννιάτικος — η, ο, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα Χριστούγεννα ή αυτός που γίνεται στη διάρκεια τών Χριστουγέννων (α. «χριστουγεννιάτικα έθιμα» β. «χριστουγεννιάτικα δώρα» γ. «χριστουγεννιάτικο δένδρο»). επίρρ... χριστουγεννιάτικα Ν την ημέρα τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”